- κομπολύτης
- ο1. αυτός που λύνει τους κόμπους2. αυτός που διευθετεί τις δυσχέρειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) + λύτης (< λύνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek